- πρόσχωμα
- πρόσχωμα, ατος, τό,A alluvial deposit, π. Νείλου, of the Delta of the Nile, A.Pr.847;
ποταμῶν Str.13.1.36
.II mound raised for attacking a city, LXX 2 Ki.20.15, al.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ποταμῶν Str.13.1.36
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πρόσχωμα — alluvial deposit neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόσχωμα — το, ΝΑ [προσχώνυμι] χώμα ή λάσπη που συσσωρεύθηκε από πρόσχωση («Νείλου πρὸς αὐτῷ στόματι καὶ προσχώματι», Αισχύλ.) νεοελλ. γη κοντά σε ακτή η οποία σχηματίστηκε από την ιλύ ποταμού, πρόσχυση, προσχωματική έκταση αρχ. συσσώρευση χώματος για… … Dictionary of Greek
πρόσχωμα — το, ατος το αποτέλεσμα του προσχώνω, μαζεμένο χώμα, ανάχωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προσχώμασιν — πρόσχωμα alluvial deposit neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσχώματα — πρόσχωμα alluvial deposit neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσχώματι — πρόσχωμα alluvial deposit neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσχώματος — πρόσχωμα alluvial deposit neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσχωματικός — ή, ό, Ν 1. ο σχετικός με το πρόσχωμα («προσχωματικά έργα») 2. αυτός που σχηματίστηκε με προσχώματα («προσχωματικά εδάφη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόσχωμα, ατος. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στον Αν. Κορδέλλα] … Dictionary of Greek
προσχωματικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πρόσχωμα, ο σχηματισμένος με το πρόσχωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ελούβιο — Γεωλογικός σχηματισμός από κομμάτια πετρωμάτων, που κατά την αποσάθρωση των μητρικών πετρωμάτων παρέμειναν στην ίδια θέση ή κύλησαν πάνω σε πλαγιές σε μικρή απόσταση, σε αντίθεση με το αλλούβιο, τα κομμάτια του οποίου μεταφέρθηκαν σε μεγαλύτερες… … Dictionary of Greek
ՀՈՂԱԲԼՈՒՐ — (բլրոյ, ոց.) NBH 2 0116 Chronological Sequence: Early classical, 10c, 12c, 13c գ. χῶμα, πρόσχωμα agger, tumulus. Բլուր հողոյ. հող կուտեալ իբրեւ զբլուր, թումբ. եւ Աւերակ. ... *Եդիր զքաղաքս ʼի հողաբլուրս. Ես. ՟Ի՟Ե. 2: *Զտաճար պաշտաման նոցա… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)